κουκουναριά

κουκουναριά
Δέντρο της οικογένειας των πευκιδών, της κλάσης των γυμνοσπέρμων. Η επιστημονική ονομασία της είναι Pinus pinea. Η κ. έχει ευθυτενή, συχνά κυματοειδή, κορμό, ύψους 12-25 μ.· η κόμη της είναι σφαιρική σε νεαρή ηλικία και ομπρελοειδής σε μεγαλύτερη. Ο φλοιός του δέντρου είναι παχύς, βαθιά σχισμένος με καστανοκόκκινο χρώμα. Οι βελόνες της κ. (μήκους 10-15 εκ.) φύονται ανά δύο σε κάθε βραχυκλάδιο. Τα άρρενα άνθη είναι κιτρινωπά, ενώ τα θήλεα πρασινωπά. Οι κώνοι είναι όρθιοι σφαιρικοί, με μικρό ποδίσκο. Τα σπέρματα (κουκουνάρια) είναι σκληροκέλυφα, βρώσιμα, με μικρό εύπτητο πτερύγιο· υπάρχει και ποικιλία με μαλακοκέλυφα σπέρματα. Η ψίχα των σπερμάτων είναι πάρα πολύ νόστιμη και χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική. Το ξύλο του δέντρου χρησιμοποιείται στην οικοδομική. Πολλαπλασιάζεται με σπόρους και ζει πολλά χρόνια. Εκτιμάται ως καλλωπιστικό δέντρο, γι’ αυτό και φυτεύεται στα πάρκα και σε δεντροστοιχίες μεγάλων λεωφόρων. Αναπτύσσεται σε ζεστές, παράκτιες περιοχές, με βαθιά αμμοαργιλώδη, καλά αποστραγγισμένα εδάφη. Είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη σε περιβαλλοντικές διαταραχές και αναγεννάται δύσκολα. Ιθαγενής, πιθανόν, της Ιβηρικής χερσονήσου, είναι πλέον διαδεδομένη σε όλες τις περιοχές της Μεσογείου, ενώ πρόσφατα εισήχθη και στη νότια Αφρική. Στην Ελλάδα αυτοφύεται στη δυτική Πελοπόννησο, στις παραλίες της Στερεάς Ελλάδας και της Χαλκιδικής και σε διάφορα νησιά· σε πολλά μέρη καλλιεργείται σε περιορισμένη κλίμακα. Η κουκουναριά έχει ευθύ κορμό ύψους 12-25 μ. και αναπτύσσεται σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, κυρίως παραθαλάσσιες.
* * *
η (Μ κουκουναρέα)
ονομασία, κοινή σήμερα, ενός είδους πεύκου, τού Pinus pinea.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουκουνάριον + κατάλ. -έα (πρβλ. απιδ-έα, μηλ-έα). Ο τ. κουκουναριά προήλθε με συνίζηση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κουκουναριά — η η ήμερη πεύκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πισσώδης — (pissodes). Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Ζουν στις εύκρατες περιοχές και είναι έντομα ξυλοφάγα. Οι προνύμφες τους προσβάλλουν αποκλειστικά τα ρητινοφόρα δέντρα και προκαλούν ζημιές. Υπάρχουν πολλά είδη π., όπως οπ. του… …   Dictionary of Greek

  • -αριά — κατάλ. θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Ειδικότερα, από ουσιαστικά σε άρι σχηματίστηκαν θηλ. ουσιαστικά σε ιά (πρβλ. καλαμάρι καλαμαριά, φεγγάρι φεγγαριά, πενηντάρι πενηνταριά), από την οποία αργότερα αποσπάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλόταξος — (Cephalotaxus). Γένος φυτών της οικογένειας των κωνοφόρων. Πρόκειται για αειθαλή δέντρα ή θάμνους, δίοικα στις περισσότερες περιπτώσεις, με πυκνό φύλλωμα και σπονδυλωτά κλαδιά. Τα φύλλα τους είναι μακριά, βελονοειδή και διατεταγμένα σε δύο σειρές …   Dictionary of Greek

  • κουκουνάρι — και κουκκουνάρι, το (Μ κουκουνάριον) ο καρπός τού πεύκου, ο κώνος τής κουκουναριάς νεοελλ. 1. ο σπόρος που περικλείεται στον κώνο τού πεύκου 2. φρ. «τόν ταΐζει κουκουνάρια» τον συντηρεί πλουσιοπάροχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κοκκωνάριον (< κόκκων), με… …   Dictionary of Greek

  • κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα …   Dictionary of Greek

  • πίτυς — ος, η, ΝΜΑ 1. είδος πεύκου γνωστό και ως κουκουναριά ή στοφιλιά ή ήμερο πεύκο, ψηλό δέντρο που από νεαρή ηλικία παίρνει χαρακτηριστικό σχήμα ομπρέλας, που τό διακρίνει από τα άλλα ελληνικά πεύκα 2. φρ. «χαλέπειος πίτυς» είδος δέντρου εξαιρετικά… …   Dictionary of Greek

  • πεύκο — Κοινή ονομασία κωνοφόρων δέντρων που ανήκουν στο βοτανικό γένοςπίνος. Το γένος αυτό εμφανίστηκε κατά τη μεσολιθική περίοδο και διαδόθηκε περισσότερο κατά το κρητιδικό. Στην Ελλάδα σχημάτιζε εκτεταμένα δάση κατά το μειόκαινο. Η ευρεία διάδοση των… …   Dictionary of Greek

  • πιτύδι — το / πιτύδιον ΝΑ [πίτυς] μικρή κουκουναριά …   Dictionary of Greek

  • στροβιλιά — και στροφιλιά, η, Ν η κουκουναριά, το πεύκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στροβιλέα με συνίζηση (πρβλ. μηλιά: μηλέα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”